- ξενομόσχευση
- ηβιολ. μεταμόσχευση κατά την οποία το μόσχευμα λαμβάνεται από άτομο που ανήκει σε διαφορετικό είδος από το είδος στο οποίο ανήκει το άτομο στο οποίο τοποθετείται, αλλ. ετερομόσχευση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.